- κάθαρμα
- το (AM κάθαρμα)1. αυτό που αποβάλλεται κατά την κάθαρση, απόβλημα, ξέπλυμα, ακαθαρσία2. (για πρόσ.) απόβρασμα τής κοινωνίας, άνθρωπος μηδαμινός, φαύλος και απόβλητοςαρχ.1. στον πληθ. τὰ καθάρματατα ακάθαρτα υπολείμματα τών σφαγίων τής θυσίας2. η σκουριά που μένει μετά την τήξη μεταλλικής ουσίας («ἐκ δὲ τοῡ χρυσοῡ ἑψομένου καὶ καθαιρουμένου στυπτηριώδει τινὶ γῆ τὸ κάθαρμα ἤλεκτρον εἶναι», Στράβ.)3. κακούργος που θανατωνόταν από την πολιτεία σε περίοδο λιμού ή συμφοράς, για εξιλασμό, αλλ. φαρμακός*4. η αποβολή τών περιττών ουσιών από το ανθρώπινο σώμα, κένωση5. κάθαρση, εξαγνισμός, καθαρτήρια πράξη ή τελετή6. εξαγνισμένος χώρος για τέλεση θυσίας(«ἐντὸς τοῡ καθάρματος», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καθαρ- τού καθαίρω + -μα].
Dictionary of Greek. 2013.